Το άροτρο, το όργωμα, η σβάρνα, η σπορά.

του Δημήτρη Σγούρου

Στη περιοχή του Αυλωναρίου, όπως και σε ολόκληρη την Ελλάδα μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους η κύρια ασχολία του πληθυσμού υπήρξε η γεωργία. Η γη ήταν αυτή που θα έδινε τα αγαθά της για να ζήσει η κάθε οικογένεια. Γι’ αυτό με ότι μέσον διέθετε όλος ο αντρικός πληθυσμός, επιδόθηκε στην καλλιέργειά της.
Ο Φρειδερίκος Τιρς στο βιβλίο του «Η Ελλάδα του Καποδίστρια», αναφέρεται στην κατάσταση των αγροτών της Ελλάδος στα χρόνια 1828-1833 και γράφει για το όργωμα. «Ο Έλληνας χωρικός που κάπως τα βολεύει διαθέτει συνήθως για να οργώσει τη γη, ένα άροτρο και ένα ζευγάρι βόδια και μερικά γαϊδούρια για την μεταφορά των προϊόντων από τα χωράφια του. Η μορφή του αρότρου αντιστοιχεί ακόμα και σήμερα ακριβώς με τις περιγραφές που έκανε ο Ησίοδος. Εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια τίποτα δεν άλλαξε. Είναι το σιδερένιο υνί που δεν σκίζει παρά την επιφάνεια της γης σε βάθος σχεδόν τριών δακτύλων. Συνδέεται με ένα ξύλινο κομμάτι λυγισμένο, που το κατευθύνει το αριστερό χέρι του γεωργού, ενώ με το δεξιό οδηγεί και τσιγκλάει τα βόδια με μια βουκέντρα που έχει σιδερένια αιχμή. Τα ζώα, χωρίς σχοινί ή λουριά, δεν συγκρατούνται παρά μονάχα με την ζεύγλα. Αυτή είναι ένα ξύλο με λυγισμένα άκρα, που αγκαλιάζει τον τράχηλο των ζώων και συνδέεται έπειτα με το άροτρο μέσω ενός ξύλου επίσης. Δεν υπάρχουν μάλιστα τοπικές παραλλαγές στην κατασκευή του αρότρου. Βρίσκεται στην ίδια απλότητα και ακριβώς με τις ίδιες λεπτομέρειες στην Πελοπόννησο, στην ηπειρωτική Ελλάδα, στα νησιά και ως την Μικρά Ασία. Για να χρησιμοποιηθεί το άροτρο χρειάζεται δύο βόδια. Αλλά η κατάσταση αθλιότητας που βρίσκονται οι Έλληνες χωρικοί εξ αιτίας του πολέμου είναι τέτοια που κατά τον θάνατο του Κυβερνήτη μονάχα το ένα τρίτο των αγροτών διαθέτανε ένα ζευγάρι. Όσο για τους άλλους, πολλοί διαθέτουν βόδια από κοινού ή δεν έχουν διόλου και είναι υποχρεωμένοι να οργώνουν τη γη με το τσαπί».
Βλέπουμε ότι ο Τιρς έδωσε ανάγλυφη την εικόνα του αγρότη τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης. Σε όλη την Ελλάδα όργωναν με βόδια και με αλέτρι όπως το περιέγραψε ο Ησίοδος με κάποιες τοπικές παραλλαγές. Στην περιοχή του Αυλωναρίου η κατάσταση ήταν περίπου η ίδια. Όπως μου έχουν διηγηθεί εδώ και χρόνια αιωνόβιοι γέροντες το όργωμα γινόταν επίσης με άλογα, που υπήρχαν πολλά στη περιοχή, ενώ στα ορεινότερα χωριά όπως στην Οκτωνιά με μουλάρια. Βέβαια δεν υπήρχαν γεωργοί με δύο άλογα ή δύο βόδια. Πάντα το όργωμα γινόταν με κάποιο συγγενή, φίλο ή γείτονα που είχε άλογο ίδιας δυναμικότητας. Συνεννοούντο και χρησιμοποιούσαν εναλλακτικά τα άλογά τους στις περιπτώσεις οργώματος. Το πρωτόγονο άροτρο κυριάρχησε στο μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα και χρειάστηκε κάποιος χρόνος να χρησιμοποιηθεί από όλους τους γεωργούς το «γερμανικό άροτρο» περίπου το 1870.
Ο Τιρς όταν γράφει μερικά γαϊδούρια δεν εννοούσε ότι ο κάθε γεωργός διέθετε μερικά. Επίσης δεν περιγράφει από ποια μέρη αποτελείται το άροτρο. Αναφέρει μόνο το υνί, και δύο ξύλινα κομμάτια χωρίς όνομα. Η βουκέντρα και η ζεύγλα δεν αποτελούν μέρος του αρότρου.
Ο Ησίοδος στο βιβλίο του “Έργα και Ημέραι” στίχοι 383 – 495, αναφέρει αναλυτικά από ποια μέρη αποτελείται το άροτρο.
Εχέτλης είναι το αλετρόχερο.
Έλυμα, το αλετροπόδι, το ξύλο στο οποίο προσαρμόζεται το υνί.
Ύνις, το σιδερένιο αιχμηρό έλασμα που χαράζει το έδαφος.
Γύης, το σταβάρι που το ένα του άκρο είναι μπηγμένο στο μέσο του ελύματος και το άλλο άκρο συνδέεται με τον ιστοβολέα.
Ιστοβολεύς, το τιμόνι, ξύλο που επιμηκύνει τον γύην και συνδέεται με τον ζυγόν.
Ο Ζυγός αποτελείται από το κυρίως ξύλο. Στη μια πλευρά έχουν πελεκήσει δύο καμάρες τις ζυγοφωλιές, που θα προσαρμοστούν στο σβέρκο του κάθε βοδιού.
Η ζεύγλα είναι ξύλο που του έδωσαν σχήμα καμπυλωτό. Περνιέται στο λαιμό του βοδιού σαν να είναι περιδέραιο, ενώ οι άκρες της ζεύγλας μέσα από τις ζυγότρυπες δένονται στο ζυγό. Στη μέση του ζυγού ανοίγεται άλλη μία τρύπα, η κλειδαρότρυπα, όπου προσδένεται η σκάλη. Σ’ αυτή προσδένεται το άκρο του σταβαριού, ο ιστοβολέας. Κρατάει ο γεωργός με το ένα χέρι τη χειρολαβή, με το άλλο χέρι κεντάει με τη βουκέντρα και ξεκινούν τα βόδια.
Οι γεωργοί τα πρώτα χρόνια κατασκεύαζαν μόνοι τους τα ξύλινα άροτρα. Στη συνέχεια και όταν ήρθε το «γερμανικό άροτρο» και άρχισε σιγά-σιγά να αντικαθίσταται το ξύλο από το σίδερο, υπήρξαν στο Αυλωνάρι πολλοί τεχνίτες που ειδικεύτηκαν στη κατασκευή και επισκευή γεωργικών εργαλείων και αρότρων. Τέτοιοι ήταν ο Ζήσιος Καράπας, ο Γιάννης Παπαναστασίου, ο Σπύρος Μάγκος, οι αδελφοί Κώστας και Στρατής Διονέλλης που έφυγαν και άνοιξαν μαγαζί στο Αλιβέρι, ο Πέτρος Στεργίου (Πετραλάς) και άλλοι.
Στο «γερμανικό αλέτρι» το μεταλλικό του τμήμα είναι μία κατασκευή στην οποία αλετροπόδι, φτερό, και υνί αποτελούν ενιαίο σύνολο, ή ορθότερα η μεταλλική κατασκευή αντικατέστησε τους ρόλους των τριών αυτών μερών του «ησίοδου αρότρου». Η αριστερή πλευρά είναι μία κάθετη μεταλλική επιφάνεια. Η δεξιά ενώνεται με την αριστερή σχηματίζοντας μυτερή οξεία γωνία. Όσο επεκτείνεται προς τα πίσω ανοίγει προς τα έξω καθιστώντας όλη την κατασκευή αμβλυγώνια. Η σκοπιμότητα αυτής της μορφής είναι να ανοίγεται με την άροση το χώμα και να σχηματίζεται αυλάκι. Στο κάτω μέρος της δεξιάς πλευράς εφαρμόζεται το υνί, το μυτερό κομμάτι που τρυπάει το χώμα στο όργωμα. Επειδή αμβλύνεται με τη χρήση μπορεί να αποκολληθεί και ο σιδηρουργός να του επαναφέρει τη σκληρότητα.
Τα άλλα τμήματα του αρότρου, οι διπλές χειρολαβές και το σταβάρι είναι από ξύλο. Το σταβάρι μοιάζει με δοκό και έχει μήκος κάτι μεταξύ 1,4 και 1,6 μέτρων. Στο πίσω μέρος είναι ενσωματωμένες οι χειρολαβές, στο μέσο και στην αντίθετη πλευρά η μεταλλική κατασκευή που περιγράψαμε.
Η σβάρνα
Το σβάρνισμα ήταν απαραίτητο μετά από τη σπορά. Υπήρχαν σβάρνες δύο ειδών. Η ξύλινη, φύλλο ξύλου πάχους 3 - 4 πόντων με μήκος 2,5 – 3,0 μέτρων και πλάτους 30 περίπου πόντων με δύο γάντζους για τις αλυσίδες. Το άλογο τραβούσε τη σβάρνα με το γεωργό να πατάει πάνω της και να κρατά τα ηνία του αλόγου. Πολλές φορές μικρά παιδιά της οικογένειας ανέβαιναν πάνω στη σβάρνα και ισορροπούσαν γαντζωμένα στο παντελόνι του γεωργού. Χρειαζόταν προσοχή και δεξιοτεχνία διότι αν αντιλαμβάνονταν ότι θα χάσουν την ισορροπία έπρεπε να προσπαθήσουν να πέσουν πίσω για να μη παρασυρθούν τα πόδια τους από τη σβάρνα με δυσάρεστες συνέπειες.
Όταν το όργωμα είχε γίνει χωρίς να υπάρχει ο κατάλληλος ρόγος και είχαν σχηματισθεί μεγάλοι χωμάτινοι σβώλοι λόγω πρόσθετης υγρασίας, έκανα χρήση της σιδερένιας σβάρνας. Αυτή ήταν ένα πλέγμα από ελάσματα που σχημάτιζαν ρόμβους. Στη μια της επιφάνεια μυτερά κομμάτια σιδερόβεργες, τα λεγόμενα τσατάλια, κάθετα κολλημένα στις κορυφές των ρόμβων 10 – 15 πόντους το κάθε τσατάλι, συνθλίβανε και θρυμμάτιζαν τους σβώλους.
Το όργωμα
Το πρώτο όργωμα γινόταν τον Νοέμβριο και χρησιμοποιούσαν συνήθως δύο άλογα. Προσδένανε με τέτοιο τρόπο το αλέτρι ώστε να μη δημιουργείται αυλάκι με μεγάλο εύρος και να αναδεύονται οι καλαμιές και ότι είχε απομείνει από τον θερισμό και να θάβονται κάτω από το χώμα. Το διβόλισμα (δεύτερο όργωμα) γινόταν την άνοιξη τον μήνα Απρίλιο όταν ήθελαν να σπείρουν καλαμπόκι. Τώρα το αλέτρι δενόταν με διαφορετικό τρόπο απ’ ότι στο πρώτο όργωμα δίνοντας περισσότερο εύρος στο αυλάκι. Πριν τη σπορά καθάριζαν το χωράφι από τυχόν αγκάθια που θα είχαν στο μεταξύ φυτρώσει
Η σπορά
Στις αρχές του 1900 τα χωράφια (συνήθως μικρές ιδιοκτησίες) που βρίσκονταν εκατέρωθεν του ποταμού από τους Μύλους μέχρι του Μήταρου και τη Πλύστρα χρησιμοποιούνταν κυρίως για την κηπουρική. Ήταν οι λεγόμενοι κήποι και εδώ οι Αυλωναρίτες φύτευαν τα κηπευτικά τους αφού μπορούσαν να αντλήσουν νερό από το ποτάμι. Με τα χρόνια κατασκευάστηκε ένα μεγάλο σε μήκος αυλάκι από τσιμέντο (ανεμπολή) τα κηπευτικά επεκτάθηκαν και στα χωράφια του κάμπου, αφού πλέον έφθανε εύκολα μέχρι εδώ το νερό για το πότισμα. Η ανεμπολή που κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1950 ξεκινούσε από το μύλο του Παπαγιάννη, πέρναγε από το Μήταρου και έφθανε μέχρι κάτω στο Κάναλη, στο σπίτι του Γκιζελή. Παλαιότερα υπήρχε και άλλη ανεμπολή, χωμάτινη , που ξεκινούσε από το μύλο του Μπαταρόλα, έφθανε στο μύλο του Παπαγιάννη, περνούσε στη δεξιά πλευρά του ποταμού και έφθανε μέχρι το Καρέα. Στα χωράφια του κάμπου έσπερναν συνήθως σιτάρι, βίκο, κριθάρι και βρώμη. Εδώ οι ιδιοκτησίες ήταν μεγαλύτερες. Σε όποιο χωράφι υπήρχε πηγάδι άρχισαν σιγά - σιγά οι αγρότες αλλά και ο υπόλοιπος κόσμος να καλλιεργούν και στο κάμπο κηπευτικά. Έτσι με τα χρόνια οι περίφημοι κήποι των μύλων καταργήθηκαν.
Οι περισσότερες οικογένειες του Αυλωναρίου έσπερναν τόσο σιτάρι όσο χρειάζονταν για την ετήσια διατροφή τους σε ψωμί. Ο προγραμματισμός ήταν απαραίτητος πριν αρχίσει η σπορά. Την ημέρα του Σταυρού στις 14 Σεπτέμβρη πήγαιναν τους σπόρους στις εκκλησίες για να τους ευλογήσουν. Αρκούσε η ευλογία του παπά και ήταν άγνωστες ή περιττές οι λοιπές λαϊκές δοξασίες που απαντούμε σε πολλά μέρη της πατρίδας μας.
Ο καιρός κουμαντάριζε τον χρόνο της σποράς. Διάλεγαν να έχει το χωράφι ρόγο, την κατάλληλη υγρασία για να φυτρώσει ο σπόρος. Πάντως μέχρι τις 21 Νοέμβρη που γιόρταζαν τα Εισόδια της Θεοτόκου φρόντιζαν να έχουν σπείρει τουλάχιστον τα μισά χωράφια, γι’ αυτό και είχαν δώσει το όνομα στην Παναγία τη μισοσπορίτισσα. Ο γεωργός όταν επρόκειτο να σπείρει προετοιμαζόταν από το προηγούμενο βράδυ. Αλέτρι, τραβηχτά, σβάρνα, σπόροι ,νερό και ότι άλλο χρειαζούμενο όλα έτοιμα για φόρτωμα. Το πρωί πριν ακόμα να φέξει βρισκόταν στο χωράφι. Ξεφόρτωνε τα ζώα. Αφαιρούσε από το άλογο το σαμάρι και την πισινέλα και άφηνε την κεφαλαριά για να οδηγεί το άλογο στο όργωμα και τη λαιμαριά όπου έδενε τις αλυσίδες δεξιά και αριστερά και μετά τις προσκολλούσε στο τραβηχτό. Περνούσε το χαλκά του τραβηχτού στο αλέτρι και ξεκινούσε να κόψει το πρώτο όργωμα.
Χάραζε με το αλέτρι ένα πρώτο ορθογώνιο παραλληλόγραμμο οριοθετώντας το με ένα αυλάκι. Η μακριά διάσταση, το μήκος, ήταν ανάλογο με το σχήμα του χωραφιού. Στο πλάτος της σποράς έδινε ο γεωργός σημασία. Το περιόριζε σύμφωνα με την εμπειρία του σε τόσο εύρος ώστε να είναι σίγουρος ότι κατά το σπάρσιμο, η διασπορά του σπόρου να κάλυπτε ομοιόμορφα όλη την επιφάνεια της σποράς. Ύστερα έδενε μια ποδιά στη μέση και τη γέμιζε με σπόρο. Μετά ξεκινούσε βαδίζοντας με σταθερό βηματισμό παράλληλα με το αυλάκι της μεγαλύτερης διάστασης και με απόλυτο συγχρονισμό γέμιζε τη χούφτα του ελεύθερου χεριού με σπόρο και την εκσφενδόνιζε δυο φορές μπροστά στην ευθεία και μία φορά διαγώνια. Όταν είχε πλέον καλύψει το σύνολο του χωραφιού με σπόρο το όργωνε.
Η δουλειά αυτή ήταν πολύ επίπονη και διαρκούσε σχεδόν όλη την ημέρα, ανάλογα βέβαια και με το μέγεθος του χωραφιού ή το πόσα χωράφια είχε να οργώσει. Μόνη ανάπαυλα λίγο πριν το μεσημέρι για να φάει λιτά και να ταίσει το άλογο. Αλλά δεν ήταν μόνο το ολοήμερο περπάτημα στο φρεσκοοργωμένο χώμα. Ήταν και η δύναμη που χρειαζόταν για να σηκώνει το αλέτρι κάθε φορά που ξεκινούσε ένα επί πλέον αυλάκι και να τοποθετεί το υνί στη σωστή θέση.
Το σιτάρι
Υπήρχαν διάφορες ποικιλίες σιταριού. Πρώτα ήταν μια ανθεκτική ποικιλία που οι ντόπιοι τον έλεγαν γρεμενέ. Ήταν σιτάρι που υστερούσε σε ποιότητα, αλλά ήταν ανθεκτικό στην ανομβρία. Από το 1920 και μετά όταν στο Αυλωνάρι στήθηκε ο συνεταιρισμός έφεραν μία ιταλική ποικιλία την μεϊντάνα και αμέσως μετά το μαυραγάνι. Αυτά ήταν ποικιλίες που σε πλούσια χώματα όπως στην Άκολο και τη Ρέουσα είχαν πλούσια στρεμματική απόδοση, καλύτερη ποιότητα και ειδικά το μαυραγάνι ήταν πλούσιο σε σιμιγδάλι. Τα τελευταία χρόνια έφεραν μία νέα ποικιλία που την έλεγαν «νούμερο», το οποίο είχε κι αυτό πλούσια απόδοση και ήταν σιτάρι μαλακό.
Το Αυλωνάρι είχε αρκετούς γεωργούς, οι οποίοι καλλιεργούσαν τα κτήματα του κάμπου. Βέβαια οι περισσότερες οικογένειες έσπερναν κυρίως σιτάρι, αφού το ψωμί ήταν βασικό στοιχείο της διατροφής. Μεγαλογεωργοί, δηλαδή γεωργοί που έσπερναν πολλά χωράφια ήταν ο Κωνσταντίνος Κυριαζής (Κωσταπάλας), ο Χρήστος Κοτρόζος (Χρυσαδάμης), ο Γεώργιος Μαρούλης (Κωτσόπουλος), ο Βασίλης Μάγγος, ο Δημήτριος Κυριαζής (Καλόγερος), ο Γεώργιος Γιαννακός (Μπαλιαρούτσος), ο Βελισάριος Βαλαγιανόπουλος (Νταλίπης) και άλλοι. Μάλιστα του Αγίου Μόδεστου στις 16 Δεκεμβρίου, όλοι οι γεωργοί έκαναν άρτο και τον πήγαιναν στην Αγία Τριάδα όπου υπήρχε εικόνα του Αγίου και γινόταν λειτουργία. Ήταν 25 με 30 άρτοι περισσότεροι και από την γιορτή του Αγίου Νικολάου που γιόρταζε το καθολικό του Αυλωναρίου.
Το σβάρνισμα
Η δουλειά δεν τελείωνε με τη σπορά και το όργωμα. Μετά ακολουθούσε το σβάρνισμα. Άφηνε ο γεωργός το αλέτρι στην άκρη και προσκολλούσε τις αλυσίδες στη σβάρνα. Καθώς πατούσε η σβάρνα το οργωμένο χωράφι έστρωνε τα αυλάκια. Πάνω της στεκόταν όρθιος ο γεωργός κρατώντας τα ηνία του αλόγου κατευθύνοντάς το. Αποκτούσε έτσι αυτό επίπεδη επιφάνεια και ο σπόρος καλυπτόταν από το φρεσκοοργωμένο χώμα.
Η σβάρνα
Υπήρχαν σβάρνες δύο ειδών. Η ξύλινη, ήταν ένα φύλλο ξύλου πάχους 3 – 4 πόντων με μήκος 2,5 – 3,0 μέτρων και πλάτους 30 – 40 περίπου πόντων, με δύο γάντζους για τις αλυσίδες. Το άλογο τραβούσε τη σβάρνα με το γεωργό να πατάει πάνω της. Πολλές φορές μικρά παιδιά της οικογένειας ανέβαιναν πάνω στη σβάρνα και ισορροπούσαν γαντζωμένα στο παντελόνι του γεωργού. Χρειαζόταν προσοχή και δεξιοτεχνία διότι αν αντιλαμβάνονταν ότι θα χάσουν την ισορροπία έπρεπε να προσπαθήσουν να πέσουν πίσω για να μη παρασυρθούν τα πόδια τους από τη σβάρνα με δυσάρεστες συνέπειες.
Όταν το όργωμα είχε γίνει χωρίς να υπάρχει ο κατάλληλος ρόγος και είχαν σχηματισθεί μεγάλοι χωμάτινοι σβώλοι λόγω πρόσθετης υγρασίας, έκαναν χρήση της σιδερένιας σβάρνας. Αυτή ήταν ένα πλέγμα από ελάσματα που σχημάτιζαν ρόμβους. Στη μια της επιφάνεια μυτερά κομμάτια σιδερόβεργες, τα λεγόμενα τσατάλια, κάθετα κολλημένα στις κορυφές των ρόμβων 10 – 15 πόντους το κάθε τσατάλι, συνθλίβανε και θρυμμάτιζαν τους σβώλους.











Δεν υπάρχουν αναρτήσεις.
Δεν υπάρχουν αναρτήσεις.